βροντίζω

βροντίζω
[βροντή]
κάνω θόρυβο σαν της βροντής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

  • βροντισμός — ο [βροντίζω] 1. βουητό 2. γδούπος …   Dictionary of Greek

  • βρόντημα — το και βρόντιγμα (AM βρόντημα) η βροντή νεοελλ. 1. το χτύπημα από το οποίο παράγεται κρότος («το βρόντημα της πόρτας») 2. εκτίναξη, ορμητικό τίναγμα καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βρόντημα < βροντώ, ενώ ο τ. βρόντιγμα < βροντίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”